- φίλομβρος
- -ον, Αφιλόμβριος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. ἄν-ομβρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλομβρος — rain loving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμβριος — ον, Α [φίλομβρος] (για ζώο) αυτός που τού αρέσει η βροχή … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek